- γενέτιος
- γενέτ-ιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Halos, IG9(2).109a74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Γενέτιος — ο αρχ. ο έβδομος μήνας ορισμένων φθιωτικών ημερολογίων, που περιλαμβάνεται ως εμβόλιμος στα ημερολόγια τής Ἀλου και τής Μελιταίας και ο οποίος αντιστοιχεί προφανώς στον αττικό Ελαφηβολιώνα … Dictionary of Greek